επιτόκιο

επιτόκιο
Ο τόκος του κεφαλαίου μιας νομισματικής μονάδας για μια ορισμένη χρονική μονάδα. Στις καθημερινές συναλλαγές, το ε. υπολογίζεται ως ο τόκος κεφαλαίου 100 νομισματικών μονάδων για τη χρονική περίοδο ενός χρόνου. Το ύψος του ε. σε κάθε χώρα καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, όπως ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης των κεφαλαίων, η νομισματική σταθερότητα, η οικονομική κατάσταση της χώρας, οι εσωτερικές και διεθνείς οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και άλλοι. Το ε. προεξόφλησης, το ποσοστό δηλαδή της ονομαστικής αξίας του γραμματίου το οποίο αφαιρεί αυτός που το προεξοφλεί, καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό το ε. αφαιρείται από το κεφάλαιο, ενώ το κοινό ε. προστίθεται σε αυτό.
* * *
το (AM ἐπιτόκιον) [επίτοκος]
νεοελλ.
ο τόκος τών εκατό δραχμών σε έναν χρόνο
αρχ.
1. σύνθετος τόκος, τόκος τόκων
2. ποίημα για τη γέννηση ή για τα γενέθλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιτόκιο — το ο τόκος κεφαλαίου εκατό νομισματικών μονάδων που τοκίζονται για ένα έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοποίηση — Όρος που ως οικονομική έννοια σημαίνει τη διαδικασία μετατροπής του εισοδήματος σε κεφάλαιο ή παλαιών κεφαλαίων σε νέα κεφάλαια. Στα οικονομικά μαθηματικά, η κ. παίρνει τη σημασία πράξεων, με τις οποίες προστίθενται σε ένα κεφαλαίο οι… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεξόφληση 2. φρ. α) «προξοφλητική πολιτική» (οικον.) τακτική αυξομείωσης τού προεξοφλητικού επιτοκίου εκ μέρους τής κεντρικής τράπεζας με στόχο τον έλεγχο τής ρευστότητας τής οικονομίας β)… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βίξελ, Γιόχαν Γκούσταβ Κνουτ — (Johann Gustav Knut Wicksell, Στοκχόλμη 1851 – Στογκζούντ 1926).Σουηδός οικονομολόγος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λουντ από το 1900 έως το 1926, ο Β. συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη της οικονομικής επιστήμης, εισάγοντας μέσω της έννοιας… …   Dictionary of Greek

  • πίστωσηή πίστη — Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”